- εξατομικός
- η , όν хим. шестиатомный, шестивалентный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξατομικός — ή, ό (χημ.), που έχει έξι ατομικότητες, που έχει ατομικότητα η οποία χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 6, εξασθενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξασθενής — (I) ἐξασθενής, ές (Α) [ασθενής] αδύνατος οικονομικά, περιουσιακά, άπορος. (II) ές χημ. 1. ονομασία ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει σθένος έξι, εξατομικός 2. φρ. «εξασθενή στοιχεία» τα στοιχεία που ο αριθμός τών μονάδων τους εκφράζεται με τον… … Dictionary of Greek
πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… … Dictionary of Greek
εξασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (χημ.), που έχει έξι σθένη, εξατομικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)